- προσαγορευτικον
- προσαγορευτικόνπροσ-ᾰγορευτικόντό грам. звательный падеж
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαγορευτικόν — προσαγορευτικός of address masc acc sg προσαγορευτικός of address neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγορευτικός — ή, όν, Α [προσαγορεύω] 1. αυτός που χρησιμεύει σε προσαγόρευση, σε προσφώνηση ή σε χαιρετισμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσαγορευτικόν α) δώρο προσφερόμενο με την ευκαιρία τής πρώτης συνάντησης («οὐ δωρεάν, ἀλλὰ τῆς πρώτης ἐς ὑμᾱς ἐντεύξεως… … Dictionary of Greek